πεντακισχίλιοι

πεντακισχίλιοι
πεντακισχίλιοι, αι, α (πέντε + χίλιοι; Hdt., Pla. et al.; ins, LXX; EpArist 82; Jos., Bell. 1, 172, Ant. 11, 16, Vi. 212; Just., A I, 31, 8) five thousand Mt 14:21; 16:9; Mk 6:44; 8:19; Lk 9:14; J 6:10.—GKittel, Rabbinica: Arbeiten z. Religionsgesch., ed. JLeipoldt I/3, 1920, 39ff.—DELG s.v. πέντε.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντακισχίλιοι — five thousand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχίλιοι — ες, α / πεντακισχίλιοι και δωρ. τ. πεντακιχήλιοι, αι, α, ΝΑ πέντε φορές χίλιοι, πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάκις + χίλιοι] …   Dictionary of Greek

  • πεντακισχιλίων — πεντακισχίλιοι five thousand fem gen pl πεντακισχίλιοι five thousand masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχιλίαις — πεντακισχίλιοι five thousand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχιλίοις — πεντακισχίλιοι five thousand masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχιλίους — πεντακισχίλιοι five thousand masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχίλια — πεντακισχίλιοι five thousand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακισχίλιαι — πεντακισχίλιοι five thousand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther …   Wikipedia

  • πεντακισχιλιοστός — ή, ό / πεντακισχιλιοστός, ή, όν, ΝΜΑ [πεντακισχίλιοι] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 5.000 …   Dictionary of Greek

  • πεντακιχήλιοι — αι, α, Α (δωρ. τ.) βλ. πεντακισχίλιοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”